βιοδώτης

βιοδώτης
βῐο-δώτης, ου, ,
A = βιοδότης, of Apollo, AP9.525.3; voc.

βιοδῶτα IG14.1015

:—fem. [suff] βῐο-δῶτις, ιδος, Orph.H.29.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιοδώτης — και βιοδώτωρ, ο (θηλ. βιοδώτις, ιδος, η) (Α) ο βιοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δώτης < δίδωμι (πρβλ. αδώτης)] …   Dictionary of Greek

  • βιοδῶτα — βιοδώτης masc voc sg βιοδώτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοδώτην — βιοδώτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”